Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Η χούντα της «κοζής».



Κάθε 21η Απριλίου τη θυμάμαι. Πάντα. Την κ. Ανθούλα. Που το βαπτιστικό της ήταν Αριάδνη. Αλλά επειδή δεν της άρεσε,  το είχε αλλάξει.  Οι Ιταλοί,  τη φώναζαν «κοζή». Της έτυχε η Κατοχή, στα πρώτα χρόνια της εφηβείας της. Ήταν όμορφη και τσαχπίνα.  Όταν έφυγαν, το «κοζή» της έμεινε. Το κράτησαν οι φιλενάδες της. Την έλεγαν «κοζή» και εννοούσαν «τροζή». Εκ του τρελή. Μια αλαφράδα στο μυαλό την  είχε!
Τόφερε η μοίρα της, να παντρευτεί το Μανώλα. Έναν οικοδόμο. Άξεστο. Και κομουνιστή. Κρυφό. Αργότερα το άλλαξε. Έγινε Πασοκατζής φανατικός. Και φανερός. Επειδή, ένας «πράσινος» δημοτικός σύμβουλος, του «φύτεψε» στη πίσω αυλή του σπιτιού του, ένα στύλο της ΔΕΗ. Με μία λάμπα. Δημοτική.
Ο Μανώλας, επιπλέον ήταν βαρύς και ασήκωτος. Βαρβάτο και μπρουτάλ αρσενικό.  Τη πρώτη νύχτα του γάμου τους, την έκανε μαύρη στο ξύλο. Οι απεγνωσμένες φωνές της ακούστηκαν σε όλη τη γειτονιά. Την άλλη μέρα, γεμάτη μελανιές έλεγε πόσο ωραία πέρασε. Στα χέρια και τα σκέλια του Μανώλα της.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι και σήμερα, πάνω από 55, είναι αναρίθμητες οι φορές που την έχει κάνει μαύρη στο ξύλο. Εκείνη καθόταν  και τις έτρωγε. Τον ευχαριστούσε όμως. Με τον τρόπο της. Κάθε γέννα και κόρη. Συνολικά πέντε του χάρησε! Και κανένα γιό…
Εκείνη την ιστορική ημέρα, οι γονείς μου ήταν από το χάραμα στο χωράφι. Ήταν η ημέρα τους για να ποτίσουν. Εμείς, δηλαδή εγώ και οι δύο μικρότερες αδελφές μου, παίζαμε, όσο ήσυχα μπορούσαμε, στην αυλή μας. Μας είχε φτιάξει ο πατέρας μας, μία κούνια στη μουρνιά, που ήταν στη μέση της αυλής και κουνιόμασταν . Πάνω στο κορμό της , σε μία πρόκα που είχε καρφώσει,  είχαμε κρεμάσει το ραδιόφωνο και περιμέναμε, να ακούσουμε τη «Θεία Λένα».  Έπαιζε όμως συνέχεια εμβατήρια. Και κάπου κάπου ένα εκφωνητής έλεγε κάτι πράγματα που δεν καταλαβαίναμε. 
Κάποια στιγμή, ανέβηκε η κ. Ανθούλα στο ταρατσάκι του πλυσταριού της για να απλώσει τα καινούργια της ρούχα. Έπρεπε να τα δουν στη γειτονιά. Πάντα αυτό έκανε. Ακόμα και όταν γύριζε από το κομμωτήριο στο ταρατσάκι ανέβαινε και το σκούπιζε. Κάνοντας φασαρία. Για να τη δουν. Αλλά και να δει. Ποιοι είδαν τη παράσταση της. Μας είδε που παίζαμε και είπε δυνατά, τάχα μου μονολογώντας «Γιάτα,  πως παίζουνε ήσυχα. Δεν φταίνε αυτά. Εμείς οι μεγάλοι  φταίμε. Όχι χούντα, φωτιά θα ρίξει ο Θεός να μας κάψει.»
Ο Μανώλας, που  δεν είχε πάει στο μεροκάματο και ήταν μέσα στο σπίτι, την άκουσε και της φώναξε άγρια «Σκάσε μωρή, γαμώ…», το σόι της γενεές 14. Παππούδες, γιαγιάδες, πατεράδες μανάδες, αδελφούς, αδελφές και τα  Θεία!
Έκανε ότι δεν τον άκουσε. Της χάλαγε τη παράσταση. Και συνέχισε το βιολί της. «Άκου επανάσταση. Χούντα είναι. Δεν είναι σωτήρες. Είναι φα…»
Δεν αποτέλειωσε. Επειδή δεν πρόλαβε. Τη είχε προλάβει ο Μανώλας. Είχε ορμήξει όξω από το σπίτι με τα σώβρακα. Την έπιασε από τα μαλλιά και την κατέβασε κάτω. Την έβαλε μέσα  και την άρχισε. «Βοήθεια γειτόνοι, με δέρνει πάλι». Φώναζε, μα οι γειτόνοι δεν έδιναν σημασία. Όπως γινόταν πάντα. Είχαν άλλες έννοιες. Ειδικά εκείνη την κακή ημέρα.
Οι χτύποι και οι φωνές της, μας έκαναν να σταματήσουμε το παιχνίδι.  Κλείσαμε το ραδιόφωνο. Το ξεκρεμάσαμε από τη πρόκα και μπήκαμε φοβισμένα στο σπίτι. Οι αδελφές μου μυξόκλαιγαν. Φοβόντουσαν για τη φωτιά. Που ήξεραν τι είναι. Και για τη χούντα. Που δεν ήξεραν. Αλλά τους φάνταζε σαν μπαμπούλας που τρώει παιδάκια.
Πάνω στην ώρα επέστρεψε η μητέρα μας από το χωράφι.
Ευτυχώς….