Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Τέλος καλό, όλα καλά.


Μετά την ημερήσια κρουαζιέρα μας, σε Ήμερη Γραμβούσα  και Μπάλο, τη παραμονή του 15Αύγουστου, είπαμε να πάμε στη παραλία της Κισσάμου, για ένα καφέ. Είχαμε καιρό να πάμε, είχαμε και χρόνο, έτσι η απόφαση ήταν ομόφωνη. 


Ήταν τέτοια η ώρα που κόσμος πολύς δεν υπήρχε. Είχε ησυχία. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο παφλασμός των κυμάτων. Διαλέξαμε μία καφετέρια, όχι στη τύχη, μα να έχει σκιά και βολικά καθίσματα. Ήμασταν σε ηλικία, από 35 ετών και πάνω, και ταλαιπωρημένοι. Το άνετο λοιπόν καθισματάκι, μας ήταν απαραίτητο.
Παράγγειλα, ένα Ελληνικό διπλό. Δεν είμαι και πολύ του «εσπρεσακιού». Εξ άλλου φιλάω την όρεξη μου για «εσπρεσάκι», όταν και με άμα με καλέσουν από εκεί που μου τον έχουν τάξει. Έχω υπομονή. Όσο πιο πολύ καθυστερήσει τόσο πιο απολαυστικός θα είναι. Ξέφυγα λίγο, συγνώμη! Άργησε λίγο να έρθει, ο ελληνικός, μα άξιζε το κόπο. Ήταν ψημένος κανονικά και όχι της μηχανής. Πραγματικός καφές. Και φτηνός. Μόλις 1 Ευρώ και 80 λεπτά. Α ναι, και με μαύρη ζάχαρη!
Θες ο καλός καφές, θες ο θόρυβος του κύματος, η καλή παρέα, η χαλαρή κουβεντούλα, ηρέμησα. Όλη η ένταση, η ταλαιπωρία και η κούραση της κρουαζιέρας πήγαν περίπατο.
Όταν άνοιξε η έκθεση του «Κισσαμίτικου Αύγουστου», πήγαμε. Χαζέψαμε, κουβεντιάσαμε και ψωνίσαμε, επιλεκτικά κάποια πράγματα. Το γεγονός ότι ήταν πιο καλά στημένη η έκθεση και με πιο πολλούς εκθέτες από ότι τον «Αγροτικό Αύγουστο» των Χανίων, με χαροποίησε ιδιαίτερα. Ναι. Γιατί, εμείς εδώ στα Χανιά, μια μανία να πουλάμε επικοινωνιακά, τα φύκια για μεταξωτές κορδέλες, τόχουμε. Είχε και περισσότερο κόσμο. Έλληνες και ξένους.
Επειδή δεν μας έκανε όρεξη να φύγουμε, αποφασίσαμε χωρίς πολλά – πολλά, να κάτσουμε και για φαγητό. Κάνοντας βόλτα στη παραλία, είχα φροντίσει, διακριτικά ή αδιάκριτα δεν με ενδιέφερε, να ενημερωθώ από τους αναρτημένους τιμοκαταλόγους για φαγητά και τιμές. Διαφορές στη τιμή δεν υπήρχαν. Το πολύ μισό Ευρώ. Και φτηνά! Πολύ πιο φτηνά από τα Χανιά.
Στο μόνο που προβληματιστήκαμε ήταν τι θα φάμε. Κρέας; Θαλασσινά; Μαγειρευτό; Τελικά, επειδή η θεούσα της παρέας νήστευε καταλήξαμε σε μια ψαροταβέρνα. Από πλευράς φαγητού ήταν όλα πολύ ωραία. Και οι πατάτες τηγανισμένες σε λαδάκι δικό μας. Ελαιόλαδο! Το ουζάκι τσούρησε σαν βάλσαμο στο λάρυγγα. Η ταρίφα μας ήρθε 12,5 Ευρώ το άτομο. Μία ένσταση μόνο. Το σέρβις ήταν ελαφρώς απαράδεκτο. Με 2 υπαλλήλους, αλλοδαπούς, που δεν μιλούν καλά Ελληνικά, που δεν είναι της δουλειάς και πολύ πιθανόν να δουλεύουν υπό συνθήκες μαύρης εργασίας, δεν εξυπηρετούνται, όσο λίγα τραπέζια και αν έχεις, καλά. Που δεν ήταν λίγα και όλα σιγά – σιγά γέμισαν. Και μια και δυο φορές. Είχε κόσμο! Όλα τα μαγαζιά ήταν γεμάτα.
Για να μην σας κουράζω περισσότερο, φύγαμε χορτάτοι, ξεκούραστοι, ευχαριστημένοι, από τη μικρή κωμόπολη της Κισσάμου, σχεδόν κοντά μεσάνυχτα. Γιατί αν κάπου περνάς καλά και είσαι με καλή παρέα, ξεχνάς να  κοιτάς το ρολόι.
Και θα ξανάπαμε. Σύντομα. Αλλά μόνο εκεί. Όχι στο Μπάλο. Όχι στην Ήμερη Γραμβούσα. Μόνο σε φωτογραφίες θα τα ξαναδούμε……

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Είναι όμορφο το Καστέλι. Απλά οι Χανιώτες στις βόλτες τους δεν το καταδέχονται συχνά.